λαδικό

λαδικό
Πεδινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 90 μ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκιλλούντος.
* * *
το [λάδι]
1. λαδερό
2. μτφ. φλύαρη και κακόγλωσση γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαδικό — το 1. ελαιοδοχείο, λαδερό. 2. μτφ., κουτσομπόλα και πανούργα γριά: Μάλωσε μ’ ένα λαδικό γιατί την κακολογούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και …   Dictionary of Greek

  • Ladiko — (Greek, Modern: Λαδικό, Ancient/Katharevousa: on from ladi + iko) is an abandoned Greek settlement located near and part of the community of Kallikomo in the municipality of Skillounta, in the prefecture of Ilia, which nowadays consists only of… …   Wikipedia

  • Nationalstraße 95 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.95 in Griechenland Basisdat …   Deutsch Wikipedia

  • αλευρικό — το 1. δοχείο αλεύρων 2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων 3. κόσκινο, σήτα 4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι 5. παρασκεύασμα από αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παραγ. κατάλ. ι κό, πρβλ. επίσης αλάτι αλατικό, λάδι λαδικό] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοδοχείο — το δοχείο όπου τοποθετείται ειδικά λάδι, δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό …   Dictionary of Greek

  • ελαιορρόη — η δοχείο λαδιού με στενό στόμιο εκροής, ροΐ, λαδορόι, λαδικό, λαδωτήρι …   Dictionary of Greek

  • ελαιοφόρος — α, ο (AM ἐλαιοφόρος, ον) (για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος νεοελλ. 1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι 2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό μσν. 1. είδος γερακιού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

  • λαδορόι — το δοχείο λαδιού, ελαιορρόη, λαδερό, λαδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + ροΐ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”